στιγμαῖς

στιγμαῖς
στιγμή
spot
fem dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στιγμή — Μονάδα χρόνου χωρίς καμιά διάρκεια. Το γεωμετρικό σημείο. Επίσης: ένα από τα σημεία στίξης: κάτω ή τέλεια σ. = τελεία (.), πάνω ή μέση σ. = πάνω τελεία (·), υποστιγμή = το κόμμα (,). Τέλος, σ. είναι η μονάδα με την οποία μετράμε το πάχος του… …   Dictionary of Greek

  • συγχαράσσω — Α παθ. συγχαράσσομαι α) σχίζομαι συγχρόνως β) σημειώνομαι («συγκεχάρακται στιγμαῑς», Φιλούμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χαράσσω «σχίζω, σχεδιάζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”